- ψευτοδουλειά
- ηψεύτικη δουλειά, φτηνοδουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευτοδουλειά — η, Ν δουλειά πρόχειρη, που δεν έγινε με προσοχή και επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + δουλειά] … Dictionary of Greek
ψεύτικος — η, ο, Ν [ψεύτης] 1. ψευδής, προσποιητός («ψεύτικος όρκος») 2. απατηλός («ψεύτικο δάκρυ») 3. πλαστός («ψεύτικη διαθήκη») 4. τεχνητός («ψεύτικο δόντι») 5. κίβδηλος, κάλπικος (α. «ψεύτικος παράς» β. «ψεύτικο διαμάντι») 6. ανειλικρινής («ψεύτικη… … Dictionary of Greek